Μια απίστευτη εικόνα αντίκρισα χθες βράδυ στο κέντρο της παραδοσιακής αγοράς των Αρχανών: στοιβαγμένα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο, που προέρχονται από τα μανάβικα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή!!
Είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα; Είναι εικόνα αυτή παραδοσιακού οικισμού; Κάποια στιγμή θα πρέπει πρώτα να απαιτούμε πράγματα πρώτα από τους εαυτούς μας, και μετά από το δήμο!! Οι καταστηματάρχες μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους με τα αυτοκίνητά τους μέχρι την πόρτα του καταστήματός τους, και τα ξεφορτώνουν. Δεν μπορούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο να παίρνουν και τα σκουπίδια τους, και να τα μεταφέρουν στον πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων, αντί να “βρωμίζουν” τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της αγοράς;
Μόνο με τη δική μας συμβολή θα γίνει καλύτερη η εικόνα στην κωμόπολή μας. Αφενός πιέζοντας το δήμο για τα θέματα που νομίζουμε ότι χρίζουν άμεσης επέμβασης, όπως το θέμα της αποκομιδής των σκουπιδιών από τις συνοικίες, που πλέον γίνεται μία ή δύο φορές την εβδομάδα μόνο, και αφετέρου με την προσωπική μας προσπάθεια , αν όχι να βελτιώσουμε τα κακώς κείμενα, τουλάχιστον να μην τα κάνουμε χειρότερα…
«Τα σκουπίδια ήταν πιο πολλά από συνήθως. Μερικοί το πρόσεξαν, παραπονέθηκαν στο Δήμο: ο Δήμος τους είπε πως ο σκουπιδιάρης έπινε πολύ και ξέχναγε να περάσει, ή μπέρδευε τις μέρες. Πριν, τ’ αφήνανε στις γωνιές των δρόμων το πρωί πριν απ’ τις επτά. Άρχισαν να τα πηγαίνουν αργότερα. Ύστερα τα πηγαίνανε ό, τι ώρα να ’ναι. Τα πέταγαν στη μέση του δρόμου, τα πέταγαν απ’ τα μπαλκόνια, τις ταράτσες… Οι σακούλες άρχισαν να στοιβάζονται σε μικρούς σωρούς σ’ όλη την πόλη. Σε μερικά σοκάκια δεν μπορούσες να περάσεις. Η πόλη βρώμισε. Ένα πρωί ξυπνήσανε και τα σκουπίδια τους είχανε κυκλώσει. Κανείς δεν τα μάζευε πια. Οι μαύρες σακούλες φράξανε τους δρόμους, υψώθηκαν μέχρι τις ταράτσες. Ο ήλιος τις χτύπαγε την ημέρα, η ζεστή πέτρα τις άναβε τη νύχτα. Κανείς δεν νοιαζόταν. Η μόνη στιγμή που οι κάτοικοι βγαίναν απ’ τα σπίτια τους, ήταν για να πετάξουν κι άλλες… Λερώνανε το νησί με μανία, με το ίδιο πάθος που άλλοτε το κράταγαν καθαρό. Είχανε πάθει μια λατρεία για τη δυσοσμία, για τη μόλυνση… Βγαίνανε με την σακούλα, την πέταγαν στα τυφλά. Η σακούλα έσκαγε. Τα μερμήγκια σέρνανε σκουπίδια. Το σοκάκι πλημμύριζε με χαλασμένα γάλατα, σάπια πεπόνια, κονσερβοκούτια. Παρ’ όλη τη ζέστη τα σκουπίδια παραμένανε υγρά, δεμένα μεταξύ τους από μιαν αόρατη παχύρρευστη βλέννα. Τα σκουπίδια μοιάζανε ζωντανά. Σαν να ’χανε αυτά σκάσει απ’ το φαΐ και να χωνεύανε τώρα στον ήλιο.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαργαρίτα Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1985.